- κηλῖδες
- κηλίςstainfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που … Dictionary of Greek
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
αλοκασία — (alocasia). Γένος πολυετών, υδρόφιλων, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών της Ινδονησίας. Καλλιεργούνται για τα ωραία, μεγάλα τους φύλλα, που στηρίζονται σε έναν μακρύ, ισχυρό μίσχο και έχουν πράσινο γυαλιστερό χρώμα με λευκές… … Dictionary of Greek
Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά … Dictionary of Greek
Τράντας — ο, Ν φρ. «κηλίδες Τράντα» ιατρ. μικρές ωχρόλευκες οξιδιοειδείς κηλίδες που εμφανίζονται στον κερατοειδή κοντά στο σκληροκερατοειδές όριο επί εαρινής επιπεφυκίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Trantas (dots), από το όν. τού Έλληνα οφθαλμολόγου τής… … Dictionary of Greek